Παράκαμψη πλοήγησης

redirect to dreams…

http://dreams-narrating.blogspot.com/

 Τέχνη είναι η εμφάνιση ενός νέου τινός, η ψευδαισθησιακή απόδοση ποιοτικών διαφοροποιήσεων κατά τη διάνυση μιας τεράστιας κλίμακας απλών ποσοτικών διαβαθμίσεων.
Ζωή (με αντίληψη) είναι το αποτέλεσμα μιας τεράστιας, σχεδόν άπειρης ποικιλίας  νευρωνικών συνδυασμών, όπου το μέγεθος του πλήθους μετατρέπει το σύστημα από ντετερμινιστικό σε πιθανοκρατικό.
Δηλαδή το τεράστιο πλήθος είναι ο καταλύτης που οδηγεί στην υπέρβαση του μηχανικού συστήματος σε ζων και της επιστημονικής καταγραφής σε καλλιτεχνική έκφραση.
Είναι όμως υπέρβαση ή απλά μια άλλη οπτική γωνία των πραγμάτων;

Όπως και να έχει, η ιστορία του ανθρώπου δείχνει ότι ακόμη και η απλή αλλαγή προοπτικής (χρησιμοποιώντας τα ίδια και μοναδικά διαθέσιμα υλικά) έχει τεράστιες επιπτώσεις στη διαχείριση του κόσμου, το άνοιγμα νέων οριζόντων και τη συνεχή άρνηση του πέρατος.

 

 

 

 

σκάβει γύρω απ’ τον κορμό του

καθώς δεν μπορεί να περπατήσει

κι έτσι σκοτώνει τον εαυτό του

[Μιας φίλης, της γελαστούλας…]

 

Το σκηνικό είναι ένα βαυβαρικό δάσος. Γύρω έλατα ψηλά, σκουροπράσινα. Ο ουρανός μουντός, σκοτεινός. Ένα απομονωμένο ξενοδοχείο. Έχω πάει με δυο φίλες. Φοράμε και οι τρεις ρούχα λευκά, αέρινα φορέματα, αν και δεν ξέρω για ποιο λόγο. Γενικά τα χρώματα του ουρανού και των δέντρων έρχονται σε αντίθεση με την λιτότητα του δωματίου. Λευκά τα πάντα, πολυτελή μεν αλλά λιτά. Ένα μεγάλο κρεβάτι με σιδερένια πλάτη και λευκά σεντόνια δεσπόζει. Καθόμαστε στη βεράντα και κοιτάμε προς τα έξω. Ξαφνικά μια παρέα ανθρώπων (ίσως να είναι παιδιά, ίσως και όχι) περνάει από μπροστά μας. Τους ακολουθούμε, τρέχουμε από πίσω τους, μέσα στα δέντρα. Το χώμα είναι νοτισμένο από τη βροχή και μυρίζει. Το δάσος κλείνει γύρω μας. Κάτι ψάχνουμε, συμμετέχουμε σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι θησαυρού. Δεν ξέρω τι ψάχνουμε. Φτάνουμε σε ένα μεγάλο δέντρο. Από τα κλαδιά του κρέμονται κορδέλες κόκκινες που ανεμίζουν κάτω από ένα απαλό αεράκι.


Κάπου εκεί ανάμεσα στα δέντρα συναντάμε Εκείνον. Τον Μεγάλο Έρωτα. Δεν είναι μόνος του, είναι με εκείνη, την άλλη κοπέλα. Εκείνη που επέλεξε, τον δικό του μεγάλο έρωτα. Βρισκόμαστε και πάλι στο δωμάτιο, στη βεράντα. Καθόμαστε και είναι και εκείνοι μαζί μας. Η κοπέλα παραπονιέται ότι την πονάνε τα πόδια της, ότι δεν μπορεί να περπατήσει, ότι έχει μουδιάσει. Αυτός τη σηκώνει και την πάει στο κρεβάτι. Την ακουμπάει, ξαπλώνει δίπλα της, τη χαϊδεύει και τη φιλάει. Εγώ στο μπαλκόνι προσπαθώ να μη κοιτάζω. Στρέφω το κεφάλι μου όταν το παιχνίδι γίνεται πιο ερωτικό. Κάπου μακριά νοιώθω τις κορδέλες να ανεμίζουν ακόμα…

Ένα ακόμη όνειρο. Η συλλογή σιγά-σιγά εμπλουτίζεται (περιμένω και από εσάς…)

 

 

(Gustave Courbet, » L’ origine du Monde», 1866)

 

«

Ήταν εγκλωβισμένος στο σπίτι. Δεν ήταν στο σπίτι του, αλλά δεν είχε και άλλο σπίτι να πάει. Ήταν μόνος του. Η μόνη του συντροφιά ήταν οι σκέψεις του και οι επιθυμίες του. Κάποια τεράστια πορτρέτα γύρω του προσπαθούσαν να τον αποσπάσουν προσδίνοντας μια διάσταση κλασική και παλαιική. Σαν να του μύριζε περίεργα το λάδι των πινάκων. Κι εκείνος ήθελε εκείνη τη στιγμή μια άλλη μυρωδιά και γεύση, ήθελε αλμύρα, μακριά από κάθε έγνοια, και κυρίως μια τρυφερή αφή, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει ακόμη και σε ξεδιάντροπη ηδονή. Του ήρθε η παρόρμηση να βγει. Πέρασε στο διπλανό δωμάτιο για να κατευθυνθεί προς την έξοδο. Δεν έβρισκε πουθενά την εξώπορτα, και αντίθετα άρχισε να περιδιαβαίνει σε δεκάδες, και μετά από ώρα, εκατοντάδες δωμάτια, όλα με βλοσυρούς πίνακες που τον επέπλητταν κρυφά ή φανερά.

Ένας μάλιστα από τους πίνακες μετατράπηκε σε επίπεδη τηλεόραση, όπου έπαιζε ένα βίντεο με θέμα την αλχημική λίθο. Κάποιος διάβαζε ένα χειρόγραφο, από ένα απόκρυφο και ουδέποτε δημοσιευμένο εννοείται έργο του Ρογήρου Βάκωνα. «Η λίθος είναι ψυχικό ερμάριο που μόλις τοποθετηθεί στον γαλάζιο σπόνδυλο ξεκινά μια ώσμωση ιόντων στην ιερή περιοχή, μεταξύ δηλαδή των γεννητικών οργάνων και του πρωκτού. Η ώσμωση αυτή αισθητοποιείται ως υπερδιέγερση, και καταλήγει είτε σε απροσμέτρητη μη ελεγχόμενη ορμή για ερωτική συνεύρεση είτε σε μια ρυθμική αναπνοή, όπου το αίμα και ο αέρας συμπλέκονται σε μια μαγική, ούτως ειπείν, λειτουργία, με κύριο χαρακτηριστικό την ευωδία. Η ευωδία αυτή, απείρως υψηλοτέρα του λιβάνου και εντονοτέρα του υακίνθου, είναι το σημείο ότι η αλχημική πράξις επετεύχθη».

Μετά την περιπλάνηση του σε εκατοντάδες ακόμη δωμάτια, πίνακες απλούς και πίνακες – τηλεοράσεις, πρόσεξε την αντανάκλαση φωτός πάνω σε ένα βαρύ πολυποίκιλτο κομοδίνο. Μια ελπίδα διαφάνηκε στα μάτια του. Πράγματι το φως ερχόταν από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Βγήκε στη βεράντα, κι άρχισε να αναπνέει το μεταμεσονύχτιο αεράκι. Ανακουφίστηκε. Χάρηκε γιατί υπήρχε ακόμη το έξω. Και   χωρίς αυτό το έξω από τον εαυτό του δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ζήσει άλλο.

Πρέπει να ήταν 3 το πρωί. Το φεγγάρι ήταν στη χάση του λίγες μέρες μετά την πανσέληνο. Πόθησε και πάλι το έξω, το πέραν του εαυτού του, μόνο που τώρα η λαχτάρα του αυτή άρχισε να εστιάζεται σε ένα θηλυκό κορμί.

Ήταν μάλλον στον τρίτο όροφο. Κοίταξε προς τα κάτω. Μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν ξαπλωμένη και μισοκοιμόταν μια κοπέλα. Φορούσε ένα πλούσιο σε χρώματα φόρεμα. Λευκό δέρμα, κόκκινα μαλλιά, πανέμορφα πόδια. Το αεράκι την φυσούσε και κάθε τόσο της σήκωνε το φόρεμα, και τότε, φαινόταν ένα ποθητό (μα εντελώς ποθητό) αιδοίο, με χείλη που σε καλούσαν πάση θυσία να τα φιλήσεις. Σε λίγο καλυπτόταν και πάλι από το φόρεμα.

Μετά από δεκάδες (ή και εκατοντάδες) αποκαλύψεις και αποκρύψεις του αιδοίου της, εκείνος έφτασε πια σε κατάσταση πανικού. Την ήθελε όσο τίποτα και δεν μπορούσε να βγεί από αυτό το καταραμένο διαμέρισμα, αυτή την άθλια πολυκατοικία, και να βρεθεί δίπλα της, να την αγκαλιάσει μέχρι εσχάτων. Σαν να μην έφτανε αυτό, εκείνη έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω, και του χαμογέλασε, την ίδια στιγμή που το κατακόκκινο αιδοίο της φάνηκε για άλλη μια φορά, συντελώντας κι αυτό σε τεράστιο βαθμό, στην αποπλάνηση του. Χάθηκε ο κόσμος γύρω του. Έμεινε μόνο αυτή η κοπέλα. Σε λίγο χάθηκε κι εκείνη. Έμεινε μόνο η ψυχή της, δηλαδή το αιδοίο της, ένα κοσμικό βάραθρο, όπου άρχισαν να γλιστρούν όλα μέσα του.

«

(η αφίσα αυτή που μας βροντο-καλεί είναι της candy-blue)

Στο πλαίσιο των ονείρων φίλων που μου κοινοποιούν, δημοσιεύω σήμερα μια άκρως ενδιαφέρουσα ονειρική σκηνή από το όνειρο μιας φίλης

…την καταδίωκαν και μπήκε σε ένα προθάλαμο ή αίθουσα χειρουργείου. Ανάμεσα στους ασθενείς και ένας λεπτός σοβαρός τύπος γυμνός στην περιοχή μεταξύ αφαλού και μηρών. Το πέος του ήταν συνδεδεμένο με ένα ορό. Η πάθηση του ήταν η απότομη στύση και ξεστύση. Απέναντι του μια οθόνη για προβολή βίντεο, όπου πρόβαλλαν ταινίες με διάφορες εικόνες και πλοκές. Με το που εμφανιζόταν μια σεξουαλική σκηνή, το πέος του ορθωνόταν αυτοστιγμεί. Με το που κοβόταν η σκηνή αυτή, το πέος του έπεφτε αυτοστιγμεί…

μετά από εκείνην

ο έρωτας γι’ αυτόν

ήταν σαν σαλιγγάρι

χωρίς διαδοχές τοιχωμάτων

ένα απαλό πέρασμα

χωρίς ενοχές και σφιγκτήρες

ωσάν κάτι που δεν υπάρχει

απλωμένο

και παρ’ όλ’ αυτά

χωρίς επιφάνεια

και σαφώς χωρίς τον παραμικρό ήχο

 

 

          Γεια χαρά. Τι ευχάριστη έκπληξη. Νόμιζα ότι είχες πεθάνει.

          Γεια. Γνωριζόμαστε;

          Ο Ερρίκος δεν είσαι;

          Ναι εσύ;

          Εγώ είμαι ο Γουλιέλμος…

 

Ο Γουλιέλμος εργαζόταν στην Υπηρεσία Ασυλοποίησης Κυνών. Περνούσε σε μια βάση δεδομένων τα στοιχεία των σκύλων που έφερναν οι μπόγιες. Εκτός από τα βασικά στοιχεία, δηλ. ημερομηνία γεννήσεως, ύψος, βάρος, ονόματα γονέων, όνομα συζύγου, συμπλήρωνε και ένα πολύ αμφιλεγόμενο πεδίο, τη λεγόμενη θανατότητα. Επρόκειτο για ένα πεδίο πολλαπλών επιλογών που περιέγραφαν μεθόδους θανάτωσης των άτυχων ζώων: υδροκυάνιο, χλωροφόρμιο, μονοξείδιο, αργός απαγχονισμός, απότομος απαγχονισμός, πρόκληση αενάου διάρροιας, αποκεφαλισμός, ημιαποκεφαλισμός, πρόκληση προστάτη, κοπή ενός ποδός, κοπή δυο ποδών, κοπή τριών ποδών, κοπή τεσσάρων ποδών, επιβεβλημένοι συνεχόμενοι αυνανισμοί και η σχεδίαση παρέμενε ανοιχτή και για όποιο νέο τρόπο ήθελε προκύψει. Μετά από τη συμπλήρωση του πεδίου της θανατότητας, ο Γουλιέλμος έφτανε σε ένα πεδίο που ενώπιον του πάντοτε κόμπιαζε από συγκίνηση, το πεδίο της διεύθυνσης του σκύλου. Έβαζε πάντοτε εκεί μια παύλα και τον έπιαναν τα κλάματα, καθώς ταυτιζόταν συναισθηματικά με τη μοίρα του άστεγου σκύλου.

            Η Μόϊρα, η γυναίκα του Γουλιέλμου, δεν είχε ίχνος αισθητικής αντίληψης. «Πάλι σα σκυλί βάφτηκες», ήταν η μόνιμη επωδός του Γουλιέλμου λίγο πριν τη νυχτερινή τους έξοδο. Μια απ’ αυτές τις νύχτες ήταν καλεσμένοι στη δεξίωση που έκανε, στο πλαίσιο της ημέρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο πρεσβευτής του Σουδάν, και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή της, η Μόϊρα βγήκε εντελώς άβαφη.

            Ο Γουλιέλμος ήταν καταφανώς διεγερμένος από το καθαρό απαλό της πρόσωπο και τα ροδαλά της στήθη, τα οποία, αν και στριμώχνονταν προσπαθώντας να ξεπροβάλουν, τελικά παρέμεναν ερμητικά κλειστά μέσα σε μια φωλιά, της οποίας το κλειδί θα αποκτούσε ο ικανότερος από τους αναζητητές. Θα ήταν άραγε αυτός; Το ευχόταν αλλά από την άλλη προσπαθούσε να είναι αμερόληπτος και αντικειμενικός. Τα στήθη της Μόϊρας θα δίνονταν στον καλύτερο.

            Στον πίνακα της νυκτερινής περιπολίας του Ρέμπραντ, όπου όλοι απορροφούνται από τις ριζικά ανόμοιες εκφράσεις των προσώπων, το μυστικό όλο βρίσκεται στο απορημένο βλέμμα ενός κοριτσιού που κοιτά προς μια άσχετη κατεύθυνση, προς τα δεξιά. Ακολουθώντας το βλέμμα του, φτάνουμε στο προαύλιο ενός πύργου. Ο πύργος έχει τη δομή των Καθεδρικών του 13ου αιώνα, σαν αυτόν της Ρουέν ή της Ρενς. Στη δεξιά πλευρά, κάτω από τις επάλξεις της οροφής, αχνοφαίνεται ένα δώμα κάτω από το φως κεριών που ζουν τις τελευταίες τους στιγμές. Και μέσα εκεί, πάνω σ’ ένα φαρδύ σιδερένιο κρεβάτι με λευκά λινά σκεπάσματα, είναι ξαπλωμένη η Μόϊρα. Κάτω στο προαύλιο έχουν μαζευτεί οι υποψήφιοι μνηστήρες της. Είναι έτοιμοι για ένα αγώνα τοξοβολίας, μόνο που πουθενά δεν έχει οριστεί ο στόχος. Κι ενώ, ως γνωστόν, οι αγώνες αυτοί διεξάγονται συνήθως μέσα σε άπλετο φως, το δείλι έχει ήδη ξεκινήσει και οι τοξοβόλοι παραπατάνε ακανόνιστα από δω κι από κει σαν αόμματοι τυφλοπόντικες ή μάλλον σαν νυχτερίδες που αποφεύγουν την τελευταία στιγμή η μια την άλλη, στρεφόμενες ξαφνικά κατά 90 μοίρες. Ο καθένας κρατά από ένα τόξο και μια δεσμίδα βέλη, χωρίς όμως να δείχνουν και μεγάλη διάθεση να τα χρησιμοποιήσουν. Μετά από λίγη ώρα η πλήρης απουσία φωτός και η ανυπαρξία του στόχου μετατρέπουν τη σκηνή σε παρωδία. Το μόνο φως που αχνοφέγγει είναι αυτό του δώματος. Η Μόϊρα περιμένει αλλά δεν αφήνει και ανεκμετάλλευτο το χρόνο της. Με το ένα της χέρι χαϊδεύει τα στήθη της, ενώ με το άλλο ψηλαφίζει απαλά την περιοχή ανάμεσα στα πόδια της. Η ένταση της μεγαλώνει εκθετικά, ζητώντας απεγνωσμένα έναν εραστή. Και τότε ένα αντικείμενο σαν βέλος εκσφενδονίζεται με ορμή προς το δώμα. Στη βάση του είναι χαραγμένο ένα όνομα: Ερρίκος.

            Στη δεξίωση κυριαρχούσε η χλιδή και ταυτόχρονα ήταν διάχυτη μια συναισθηματική ανορεξία. Ο Γουλιέλμος περιέφερε με περηφάνεια τη Μόϊρα, σαν να ήθελε να επιδείξει τη ράτσα της. Σε μια στιγμή τον κάλεσε ο πρέσβυς κοντά του και του ζήτησε να του περιγράψει επακριβώς τις μεθόδους θανατότητας. Είχε το μυαλό του στο Νταρφούρ, όπου κάποιες από αυτές τις μεθόδους ίσως να αποδεικνύονταν ιδιαίτερα χρήσιμες. Υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αναζητούσε τρόπους που να αντισταθμίζουν την αδυσώπητη πράξη της θανάτωσης. Σκεφτόταν γι’ αυτό μια βία τόσο έντεχνη, ώστε ακόμη και αυτός που την υφίσταται, να μετατοπίζεται από τη θέση του θύματος στη θέση του παρατηρητή, που παρακολουθεί με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα.

            Όσο ο Γουλιέλμος περιέγραφε τις μεθόδους θανατότητας στον πρέσβυ, η Μόϊρα γνωρίστηκε με κάποιον από τους παρευρισκόμενους. Ο Ερρίκος, έτσι τον έλεγαν, της ζήτησε αμέσως να κάνουν έρωτα, κι εκείνη του απάντησε πως ήταν αναπόφευκτο. Ζήτησε ο Ερρίκος από τον πρέσβυ να χρησιμοποιήσει μια απ’ τις κρεβατοκάμαρες του υπερώου. Σε λίγο βρέθηκαν οι δυο τους στο φαρδύ σιδερένιο κρεβάτι με τα λευκά λινά σκεπάσματα, εκείνη ξαπλωμένη, κι εκείνος, αγρίμι καθισμένο στα τέσσερα, άρχισε να της αναπτύσσει τις φιλοσοφικές πλευρές του έρωτα, να της μιλά για γνωσιολογικά μοντέλα και οντολογικές ταυτότητες, καταλήγοντας ότι η φιλοσοφία δηλαδή ο έρωτας είναι σπουδή θανάτου και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πεθάνει με ηδονή. Τότε εκείνη, πήρε στα χέρια της το ανασηκωμένο πέος του, θηριώδες από τη διέγερση και όχι μόνο και το τοποθέτησε με ορμή μέσα της. Αμέσως το ένοιωσε σαν δικό της εξάρτημα, σαν ένα ξίφος που το έμπηγε με ορμή στον εραστή της, μέχρι που του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Ο Ερρίκος έπεσε αναίσθητος από ηδονή.

            Η Μόϊρα τρομαγμένη ντύθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο. Η δεξίωση είχε τελειώσει προ πολλού. Ο Γουλιέλμος καθόταν μόνος του, ενώ ο πρέσβυς είχε πάει για ύπνο. Συνειδητοποίησε από το ύφος της γυναίκας του ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί, στο μεγάλο κρεβάτι, κάποιος κείτονταν ασάλευτος. Δυο πράγματα τράβηξαν την προσοχή του, το απορημένο ύφος του και το ακόμη διεγερμένο πέος του σε πλήρη αντίθεση με τη συνολική χαλαρότητα.

            Λίγο αργότερα έμαθε από τη Μόϊρα ότι τον έλεγαν Ερρίκο, κι ότι τον σκότωσε εκείνη κάνοντας του έρωτα, ακολουθώντας με ευλάβεια το επίμονο αίτημα του. Ο Γουλιέλμος ήταν έτοιμος να εκραγεί από μια εσωτερική αναταραχή σύγκρουσης προτεραιοτήτων, της θλίψης του μπροστά σ’ ένα θάνατο και του θυμού από την απιστία εις βάρος του. Όσο περνούσε ο χρόνος, η λύπη του για τον Ερρίκο έδινε τη θέση της στην οργή του για τη Μόϊρα.

            Το επόμενο πρωί βρέθηκε προ εκπλήξεως. Ο Ερρίκος ήταν και πάλι μπροστά του, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.

 

          Γεια χαρά. Τι ευχάριστη έκπληξη. Νόμιζα ότι είχες πεθάνει.

          Γεια. Γνωριζόμαστε;

          Ο Ερρίκος δεν είσαι;

          Ναι εσύ;

          Εγώ είμαι ο Γουλιέλμος… Πού να με θυμάσαι. Τη γυναίκα μου γνώρισες, τη Μόϊρα, κι όχι μόνο τη γνώρισες, αλλά τη γάμησες κιόλας σ’ εκείνη τη γαμημένη τη δεξίωση. Ώστε ζεις τελικά…

 

      Ο Ερρίκος πρόλαβε να ψελλίσει κάποιες φιλοσοφίες για τον έρωτα και τη γνώση, μέχρι που έπεσε νεκρός από ένα οξύ χτύπημα στο σβέρκο που του κατάφερε με απίστευτη ορμή ο Γουλιέλμος. Το σιδερένιο ραβδί, βασικό εξάρτημα του μπόγια, τον χτύπησε θανάσιμα. Η ζωή του Ερρίκου είχε απλά πάρει μια μικρή παράταση.

      Και τώρα είχε μπροστά του το δυσκολότερο καθήκον, να αποτελειώσει τη Μόϊρα. Ο Ερρίκος του, γερό ζωντανό με μεγάλο παράστημα και πυκνό καστανό τρίχωμα, ήταν από τους αγαπημένους του κι όμως το κατάφερε. Για την Μόϊρα όμως αισθανόταν απόλυτη αδυναμία να το κάνει. Όλη αυτή η λεπτομερής φαντασίωση και η αφόρητη ζήλια που προκάλεσε επί τούτου στον εαυτό του δεν ολοκλήρωσαν το εγχείρημα.

      Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Θα άφηνε τελικά τη Μόϊρα να ζήσει, κι εκείνος θα έχανε δια παντός τη δουλειά του. Μια επιτυχημένη καριέρα στην Υπηρεσία Ασυλοποίησης Κυνών είχε μόλις τελειώσει.

 

 

 

 

 

 

 

Copyright by Markos-the-Gnostic

 

 

 

καμπύλες που προσποιούνται ευθείες

αδημονίες που ντύνονται έρωτες

κατακόρυφες εκσπερματώσεις συμπλήρωμα της επίμονης βροχής

σχήματα πάσης φύσεως που καταπιέζουν τη μνήμη

ρυθμοί που ερυθριούν εμπρός στην κατωφέρεια των πόθων

εγώ ένα σημείο που χάνεται μες στη πληθώρα των δοκιμών

μια αναίρεση που επιβιώνει μες απ’ το θάνατο